κρημνώδεις

κρημνώδεις
κρημνώδης
precipitous
masc/fem acc pl
κρημνώδης
precipitous
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράκρημνος — ον, Α 1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος 2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.) 3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρημνός (πρβλ. από κρημνος, κατά κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκρημνος — ον, Α (για κατσίκες) αυτός που συνηθίζει να πηγαίνει σε κρημνώδεις τόπους, σε απόκρημνα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρημνός (πρβλ. βαθύ κρημνος)] …   Dictionary of Greek

  • Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”